κωλυσιεργία — η 1. σκόπιμη παρεμπόδιση των εργασιών συνεδρίου. 2. προσπάθεια ματαίωσης έργου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιπολίτευση — Στα συνταγματικά και κοινοβουλευτικά καθεστώτα, α. αποκαλείται το σύνολο των κομμάτων και των ομάδων βουλευτών του κοινοβουλίου που είναι αντίθετα στο έργο της κυβέρνησης. Στο σύγχρονο δημοκρατικό κράτος, η λειτουργία της α. είναι σημαντική,… … Dictionary of Greek
δυσεργία — δυσεργία, η (Α) 1. δυσκολία στην εργασία, κωλυσιεργία 2. δυσκολία 3. ανικανότητα για ενέργεια, αδράνεια … Dictionary of Greek
κωλυσιεργικό — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κωλυσιεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλυσιεργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
κωλυσιεργός — ό(ν) (Α κωλυσιεργός, όν) αυτός που προβάλλει προσκόμματα στη συντέλεση ενός έργου, αυτός που εφαρμόζει κωλυσιεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο εργός, ανεν εργός. Σύνθ. τού τύπου… … Dictionary of Greek
Παρνέλ, Τσαρλς Στιούαρτ — (Parnell, Charles Stewart, 1846 – 1891). Ιρλανδός πολιτικός, ηγέτης του αυτονομιστικού κινήματος. Από το 1875 διετέλεσε μέλος του αγγλικού κοινοβουλίου, όπου εφάρμοζε την κωλυσιεργία ως μέσο πίεσης κατά των κυρίαρχων τάξεων της Αγγλίας. Επιδίωκε… … Dictionary of Greek
κωλυσιεργός — ο, η αυτός που προκαλεί κωλυσιεργία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαμποτάρισμα — το, ατος 1. δολιοφθορά. 2. κωλυσιεργία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)